- ἐξάγαγε
- ἐξάγωlead outaor imperat act 2nd sgἐξά̱γαγε , ἐξάγωlead outaor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἐξάγωlead outaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐξάγαγ' — ἐξάγαγε , ἐξάγω lead out aor imperat act 2nd sg ἐξά̱γαγε , ἐξάγω lead out aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἐξάγαγε , ἐξάγω lead out aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάγω — (AM ἐξάγω) [άνω] 1. βγάζω έξω ή οδηγώ κάποιον μακριά από έναν τόπο («μάχης ἐξήγαγε θοῡρον Ἄρκα», Ομ. Ιλ.) 2. απαλλάσσω από κάποιο κακό («ἐκ χειρὸς τοῡ πονηροῡ ἐξαγαγόντα ἡμᾱς») 3. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) μεταφέρω εμπορεύματα από τον… … Dictionary of Greek